Ένα ντοκιμαντέρ για τον Καζαντζάκη της δεκαετίας του ’30 αποτελεί από μόνο του μια ωρολογιακή βόμβα, η οποία κανένας δεν θέλει να σκάσει στα χέρια του. Πώς να παρουσιάσεις έναν άνθρωπο που τότε δήλωνε «γοητευμένος από το πρόσωπο του Φράνκο» και σημείωνε πως «ο Μουσολίνι είναι, ίσως, πολύ μεγαλύτερος απ΄ό,τι ωστόρα συνηθίσαμε να θαρρούμε». Τον ίδιο, όμως, άνθρωπο που θα γράψει πως τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά του: «Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας».
Ίσως ο καλύτερος τρόπος είναι να τον αφήσεις να διηγηθεί μόνος του την ιστορία του. Να «εκτεθεί» πολιτικά αλλά και να εκθέσει, όχι μόνο τη μυθοπλαστική ιδιοφυία του, αλλά και τις δημοσιογραφικές ικανότητές του. Το ντοκιμαντέρ αυτό, στηριγμένο στο βιβλίο του «Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία Κίνα», ισορροπεί σε αυτήν ακριβώς τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στον μύθο και το ρεπορτάζ. Για περίπου έναν χρόνο ακολουθήσαμε τα βήματα του Νίκου Καζαντζάκη στα δύο μεγάλα ταξίδια του στην Ιαπωνία, το 1935 και το 1957. Καταγράψαμε τα μνημεία που γνώρισε και έμειναν αναλλοίωτα στον χρόνο και τον πόλεμο, αλλά και τις πόλεις και τις γειτονιές που άλλαξαν με θεαματικό τρόπο. Τον φανταστήκαμε να κατευθύνεται προς τους οίκους ανοχής της συνοικίας Γιοσιβάρα, καθισμένο όχι σε μια «ρικσά» αλλά σε ένα Uber. Τον είδαμε να προβλέπει τη μετατόπιση της διεθνούς γεωπολιτικής σκακιέρας προς την Ανατολική Ασία αλλά και να αποσιωπά την άνοδο του φασισμού που γιγαντωνόταν μπροστά στα μάτια του. Να εγκαταλείπει τον βουδισμό για χάρη του Έπαφου (του θεού της αφής), αλλά να μην βρίσκει ποτέ τον υλισμό.
Ή όπως έγραψε γι’ αυτόν ο Βάρναλης: «γιατί κι αν είναι το έργο του μάλλον αρνητικό, έχει δυο μεγάλα προτερήματα, που το σώζουν από κάθε χαλασμό: την ελευθερία της συνείδησης και την περηφάνια της ελευθερίας».